- Μωραΐτης
- ο, θηλ. -ισσαβλ. Μοραΐτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μωραϊτης, Ανδρέας — (1763 – 1803). Ζωγράφος. Έζησε και εργάστηκε στη Λευκάδα, από την οποία και καταγόταν. Έργα του βρίσκονται στο Μουσείο της Λευκάδας και παρουσιάζουν προτίμηση προς τα φωτεινά χρώματα και τάση προς την ωραιοποίηση των αντικειμένων. Αν και… … Dictionary of Greek
Мораитис, Никос — В этой биографической статье не указана дата рождения. Вы можете помочь проекту, добавив дату рождения в текст статьи … Википедия
Asian people — Asians redirects here. For a nomadic Central Asian people of antiquity, see Asii. For the individual peoples of Asia, see ethnic groups in Asia. For demographic data, see demography of Asia … Wikipedia
Теофилопулос, Иоаннис — Иоаннис Теофилопулос (греч. Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, Лангадиа, Аркадия 1790 Лангадиа, Аркадия 1885), греческий моряк, участник Освободительной войны Греции 1821 1829 гг., чьё имя стоит в историографии рядом с именами капитанов брандеров… … Википедия
Arvanite — Arvanites Carte du Péloponnèse de 1890. Les zones en rose correspondent aux régions majoritairement ou en partie albanophones à cette époque … Wikipédia en Français
Arvanites — Carte du Péloponnèse de 1890. Les zones en rose correspondent aux régions majoritairement ou en partie albanophones à cette époque … Wikipédia en Français
Μοραΐτης — και Μωραΐτης, ο, θηλ. ισσα (Μ Μοραΐτης και Μορέτης) Πελοποννήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… … Dictionary of Greek
μοραΐτικος — και μωραΐτικος, η, ο [Μοραΐτης / Μωραΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μοριά, δηλ. στην Πελοπόννησο 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πελοπόννησο. επίρρ... μοραΐτικα και μωραΐτικα με τρόπο που ταιριάζει σε Μοραΐτη … Dictionary of Greek
АНТИДОР — [греч. ἀντίδωρον вместо Даров], в визант. обряде части агничной просфоры, оставшиеся после изъятия из нее св. Агнца; одна из святынь правосл. Церкви. Регулярно обычай вкушения А. отмечается уже в памятниках Студийского устава, где термин «А.» еще … Православная энциклопедия